Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "Τάζα"
Αποτελέσματα 1-1 από 1
-
Απουστάν (αφ' ότου) ηγένικις τάζα (κυνηγετικός κύων) τσούκιλα (μόλις) έπιασες έναν λαών.
(1941)Τάζα= σκύλος κυνηγετικός Σπάνια ο πλούσιος κατωρθή μέγα τι έργον. Σπανίως εκδίδει έργον τι άξιον του λόγου κτλ.