• Είδες διχαλό μακρυά τα ρούχα σου 

    Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος
    Διχαλός και διχαλωτός επιθ. = δύστηλης ράβδος τι δοκός καταλήγουσα εις δύο άκρα. Λέγεται δε ειρωνικώς διχαλός και ο ενδεδιμένος ευρωπαϊστί ή τοι ο φέρων πανταζόντοι (περισκελίδας) μεταπεσόν εις την σημασίαν του πανούργος, ...