Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Παρχαρίδης, Ι. Α."
-
Άβουλα του Θεού φύλλον 'κι λαΐσκεται
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Λαΐσκεται = κινείται (επί ανηρτημένων πραγμάτων) -
Άθρωπον, τ' όνεμαν ατ όνταν θα εβγαίν', τ' ομμάτιν ατ να εβγαίν' καλλίον εν
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886) -
Άλλ' κάμν κι άλλ τρώγνε
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886) -
Άλλ' τρώγ'νε, κι' άλλ' λείχνε τα χείλεα τουν
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Επί των αυχαριστουμένων διά πράγματα, ών άλλος απολαύσουσι -
Άλλ' τρώγνε κι' άλλ' χορτάζνε
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1880) -
Άλλα έχ σσά χείλεα κι' άλλα σσην καρδίαν ατ'
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Ερμηνεία: Επί δολίου και κρυψίνου -
Άλλα ζά σπάουνταν, κι άλλα μαρουκούντανε
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Επί περιστάσεως, καθ' ήν άλλος μέν υποφέρουσιν, άλλος δέ ευθυμούσιν -
Άλλοιν σσόν ήλεο έκαμανε κι' άλλοιν σσήν ηυώρα τρώγουνε
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Επί περιστάσεως καθ' ήν άλλοι μεν καπιάζουσιν, άλλοι δε ωφελούνται εκ των κόπων αυτών. Ευώρα = σκιερόν μέρος -
Άμον παστρικόν μαντήλ'
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Ερμηνεία: Επί εκείνου, όστις πταίσας εις τι προσποιείται ότι ουδεν γνωρίζει και φέρεται ούτως, ώστε να φαίνεται αθώος -
Άνθρωπον ντο λέει, κι γίνεται, ο Θεός ντο λέει γίνεται
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886) -
Άρ αϊκον εν ο κόσμος
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Άρ αϊκον εν ο κόσμος, στρογγυλόν άμον ιφτεάρ και μακρύν άμον καρπούζ'. Προς τους θαυμάζοντας δια τα παραδόξως συμβαίνοντα -
Άρκου μαλλίν, μετάξ' κι γίνεται
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Επί κακού ανθρώπου παρ' ου ουδέν αγαθόν δύναται τις να ελπίση -
Αΐκα χοντρά κ' έμαθα
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Λέγονται συνήθως οσάκις ερωτάται τις περί πολύ μεγάλων ή πολύ μικρών πραγμάτων, περί ων αγνοεί -
Αΐκα ψιλά ψιλά κ' έμαθα
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886) -
Αΐκον κατάρα σσο χαζερόν κατακέφαλα
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Χαζερόν = σκεύος εν ω φυλάττονται χαμζιά -
Αΐτικο κατάρα σσου σκυλί σση μαντάρα
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Μαντάρ' = μανιτάρι, είδος μύκητος, ερυσίβη -
Αϊλλοί που κ΄ έχ΄, Θεόν πάλ΄ κ΄ έχ
Παρχαρίδης, Ι. Α. (1886)Επί πτωχών, μηδεμίαν προστασίαν εχόντων