Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "γάδαρος"
Αποτελέσματα 98-117 από 700
-
Γάιδαρο καλούν στο γάμο, για νερό ή για κούτσουρο
Βλ. αυτ. ομοίας : Σέρβικην, Βοημικήν, Ρώσικήν, Ιλλυρικήν, Γερμανικήν, Γαλλικήν, Ιταλικήν, Ολλανδικήν, Αραβικήν -
Γάιδαρο πουλεί, γάιδαρ' αγοράζει
(1917) -
Γάιδαρο σκουντάς, πορδαίς θ' ακούσης
(1920) -
Γάιδαρο τσικλάς πορδαίς θ' ακούσης
(1921) -
Γάιδαρον πή κ' έχ' ς σο κερβάν' κι ταράεται
(1929)Όποιος δεν έχει γάιδαρο δεν ανακατώνεται ΄ς το καραβάνι -
Γάιδαρος δεμένος, Αγάς θερακθεμένος
(1962) -
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος ανεφορεί και σέλα
(1938)Αυτός που δεν έχει αξία, όπου κιαν φτάση πάλι δε θέλη αξία