Browsing by Place recorded
Now showing items 56-75 of 757
-
Αρ να είσεν gαοσύνη, έμbρο χα ποίτσει σου του το τσουφάλι τσαι στέρου ση σόνα
(1951)Αν είχε καλοσύνη, πρώτα θάκανε καλό στο δικό του κεφάλι κι ύστερα στο δικό σου -
Αρ να ειπώ τ' ορτούσκον dου, θέλ' αν άβγο να γαλτζέψω να φω
(1951)Αν πω την αλήθεια, θέλω έν' άλογο να καβαλικέψω καινα φύγω -
Αρ να μη κρεμιστεί του νέγα Πάσκα το 'λτ'ινό το τσεφος στη 'η, η άνοιξη τζο 'ρτσεται
(1951)Αν δεν πέσει κάτου στη γη της Λαμπρής το κόκκινο τσόφλι, το καλοκαιρι δεν έρχεται -
Αρ το ορταχεψίμι να ήτουν gαο, τα δυο 'δεφε χα πάρουν α 'ναίκα
(1951)Αν η κολληγιά ήτανε καλή, τα δυο αδέρφια θα παίρνανε μια γυναίκα -
Ατά έν' gόσμος! Υρίζει ανdί κωθάρα
(1951)Αυτός είν' ο κόσμος! Γυρίζει σαν κλωθάρι. Οι τύχες των ανθρώπων αλλάζουν. Κωθάρα είναι το αδράχτι που γνέθουν με το ακτινωτό σφοντύλι -
Ατσεί που τσύλιστης, 'γω τσυλίστα τσάφ 'bρό 'ς τ' εσένα 'φήκα τσαί ψύλλοι
(1951)Εκεί που κυλίστηκες, εγώ κυλίστηκα πιο μπροστά από σένα, άφησα και ψύλλους -
Ατσείνο το βένετο το 'ίδι ότις τα θωρεί, λέτι: η τσοιλία του 'έμει άλειμμα
(1951)Εκείνο το γαλάζιο γίδι όποιος το βλέπει, λέει: η κοιλιά του είναι γεμάτη βούτυρο -
Ατσείνο του αλιστϊέσεν dο στσυλλί να φα κάκε, το στόμαν dου νdα λητέπ', πάλ' α φα κάκε
(1951)Εκείνο το σκυλί που συνήθισε να τρώει σκατά, και το στόμα του να δέσεις πάλι σκατά θα φάει -
Ατσείνο του τζο πιτϊέ τ' όργο, όϋπνος γαμεί τη μάν dου
(1951)Εκείνο το έργο που δεν τελειώνει, ο ύπνος του γαμεί τη μάνα (το τελειώνει μιά χαρά), Ερμηνεία: Όταν κανείς δε μπορεί να τελειώσει μιά δουλειά, θα σταματήσει θέλοντας και μη από τον κόπο. Τόλεγαν πιο πολύ στις νοικοκυρές, ... -
Ατσείνος του κλαί 'ς χώρας την άκρα, 'πομένει 'ς τα 'φτάλμε του
(1951)Κείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του -
Ατσονdου μη νοίζεσαι το κρύο 'α σε πάρει ταρνά
(1951)Τόσο μην ανοίγεσαι το κρύο θα σε πάρει γλήγορα -
Βgάλ' τα βαμbάτσε 'ς τα 'τία σου!
(1951)Βγάλε τα μπαμπάκια πό τ' αυτιά σου. Όταν κανείς ξαναρωτούσε γιατί δεν άκουσε.Τόλεγαν και “Νοίκ' τα 'τία σου” - Ποντ.Δ.Π. αρ. 88: Έβγαλλ' τα βουμπάκια ας σ' ωτία σ'. -
Βgαλίνει 'ς το δισώμι μου ζυγώρι
(1951)Βγάζει από τον ώμο μου λουρί. Για κείνον που μας εκμεταλλεύεται άγρια