Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "γάδαρος"
Αποτελέσματα 259-278 από 700
-
Επείραξες τογ γάαρον πίννεις τζαί τημ πορdήν του
(1940)Ο ενοχλήσας αγροίκους, υφίσταται επίθεσιν και ύβρεις -
Επολοήθεν ο γάδαρος, που την απόσσω πάχνην
(1940)Επί όσων απρόσκλητοι επεμβαίνουσιν εις υποθέσεις άλλων αγνώστων -
Επολοήθεν τζ' ο γάδαρος από την αππέσω πάγνην
(1948)Ερμηνεία: Για κείνους που παίρνουν τον λόγο απρόσκλητοι χωρίς να τους ανήκη και χωρίς να ξέρουν τίποτα για την υπόθεση -
Ευτούνος, αν τον εύρη κανένας γάιδαρος στο δρόμο θα τονε φάη
(1938)Επί φοβουμένων ανύπαρκτον κίνδυνον -
Η αγκανίστρα του γαδάρου εφ φτάννει στον ουρανόν
(1940)Δεήσεις και κατάρες μάλιστα από φύσει κακούς δεν εισακούονται -
Ήσπασ' η γαδούρα το σιτζίμι κι ήφαε το ψωμί του;
(1957)Σιτζίμι = τουρκ. Ένα κομμάτι σχοινί, μάλλον ψιλό, που δένενε τα ζωντανά τους στ' αχούρια (φάτνες), ή σε κάποιο παλούκι (πάσσαλο) -
Ηρεξεσέ σε ο γάιδαρος, ν' αποφεύγω ήθελα
(1919)Ερμηνεία: Έλεγχος επί δικαιολογούντων ευσχήμως τας αποτυχίας ή τα παθήματα των -
Ια το άδαρο καβάλλα
(1963)Δηλαδή, αξιολύπητος, χαμένος άνθρωπος, γελοίος, από τη γνωστή διαπόμπευση πάνω σε γάιδαρο