Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Βαμβακίδης, Ι."
-
Άπαρε με σαν κι' θέλεις με, να έδεις με σα θέλεις με
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Πάρε με σα δε με θέλεις, για να μ' έχεις σα με θέλεις. Ότι πρέπει να 'ναι κανείς προνοητικός, σε οτιδήποτε ζήτημα -
Άρμενα και πανιά δεν έχει
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Για τα παλιά, χιλιομπαλωμένα ρούχα, που δε βρίσκεις ποιό είναι το καθεαυτό ύφασμα τους και που δεν μπορείς πια να τα μπαλώσεις σαν τα καράβια τα δαρμένα απ' την τρικυμία άρμενα και πανιά -
Άρμενα και φύλλα κι έσει
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Για τα παλιά, χιλιομπαλωμένα ρούχα, που δε βρίσκεις ποιό είναι το καθεαυτό ύφασμα τους και που δεν μπορείς πια να τα μπαλώσεις σαν τα καράβια τα δαρμένα απ' την τρικυμία άρμενα και πανιά -
Άστριος μου με τον άστριον άτου 'κι ταιριάζει
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Το άστρο μου με το άστρο του δεν ταιριάζει. Για την ασυμφωνία δυο χαρακτήρων, προκειμένου για αντρόγυνο, αδέρφια ή φίλους -
Αδά γκρεμός κι εκεί γκρεμός, ση μέσην καταρράχτες
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Εδώ γκρεμνός κι εκεί γκρεμνός στη μέση καταρράχτης. Χαρακτηριστικό για μια απελπιστική κατάσταση -
Ακάλεστο σκαμνίν 'κι έδει
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ο απρόσκλητος δεν έχει καρέκλα.- Όταν είσαι ανεπιθύμητος, σου το δείχνουν και σε διώχνουν -
Ακόμαν το ποτάμιν κι είδαμε και τα πατσάκια μουν' εσήκωσαμε
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Ακόμη το ποτάμι δεν είδαμε και τα παντελόνια μας σηκώσαμε -
Αλεύρια ΄κι έχομε και φυλλωτά τρώμε
Βαμβακίδης, Ι. (1940) -
Αλεύρια δεν έχουμε και τρώμε φυλλωτά
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Φυλλωτά = έδεσμα, ζυμαρικό. Δεν κυτάζουμε τα απαραίτητα, αλλά τα περιττά -
Αν έγγεψεν ο ποντικό, αγγεύει και ο κλέφτα
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Αν προόδεψε (πλούτηνε, ευτύχησε) ο ποντικός, προοδεύει και ο κλέφτης -
Αξία σου λιβόρι κι απάν' έναν κοβόρι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Η αξία σου (εκείνο που σου αξίζει είναι ) ελλέβορος – κι απο πάνου περιττώματα . - Σε όσους έκαναν κάτι τιποτένιο και υπερηφανευόνταν γι' αυτό. Το να υπερηφανεύεται κανείς για τιποτένια πράματα είναι σαν τρέλα και στην ... -
Από γέρου τάντανα
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Από τα γεράματα (τώρα που γέρασε) χορός. -Για έναν που μολονότι πέρασε τη μικρή του ηλικία, θέλει να φαίνεται παιδί και να κάνει παιδιάστικα πράματα -
Από ράμαν εις βολόνι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Από κλωστή σε βελόνι. Απ' την αρχή ως το τέλος, με το νί και με το σίγμα -
Ασ' τ' εγέρασεν η Σάμαμα έβαλεν καγιουράδι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Από τότε που γέρασε η Σάμαμα έβαλε καγιουράδι (έκανε λούσα, έβαλε κοκκινάδι) -
Αφέντρια ελέϊνεν: όλα τά σεράϊα τά 'μα είναι
Βαμβακίδης, Ι. (1940)Η αφέντρα (αφέντισα, κυρία) έλεγε: όλα τά παλάτια είναι δικά μου. Για όποιον λέει πώς έχει καί παραέχει καί πώς όλα είναι δικά του.