Browsing Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας by Lemma "σπέρνω"
Now showing items 162-181 of 357
-
Καλώς κάνεις γέρο. Κουκκιά σπέρω
(1875) -
Κατά π' θα σπείρ'ς, θα θερίσης
(1952) -
Κατά που έσπειρες θα θερίσης
(1955) -
Κει που δε σε σπέρνουνα μι φυτρώνισ'
(1917) -
Κει που δε σε σπέρνουνε, να μη φυτρώνης
(1956)Για ένα που ανακατεύεται σε ξένες δουλειές ή λαμβάνει τον λόγο κει που πρέπει να σιωπά -
Κει που εν τον εσπέρουν πάει και νεμμά
(1895)Ερμηνεία: Προς τους αναμειγνυομένους εις ξένας υποθέσεις