Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "στέκω"
Αποτελέσματα 21-39 από 39
-
Σ σ' ιφτάρ' αυτόν' κι στέκ'.
(1922) -
Σαν το βώδ' στέκεται.
(1918) -
Στ' αναίτριχο στέκομαι.
(1924) -
Στάθηκε κλαρίνο
(1939) -
Στάσου, Τούρκο, να γεμίσω.
(1923) -
Στέκα ώσπου να κουραστής.
(1876) -
Στέκει μπροστά του σα αγάρι.
(1918) -
Στέκει σούσα
(1918) -
Στέκομαι κερί αναμμένο μπροστά του.
(1924) -
Στέκομι κουλώνα
(1927) -
Στέκουμαι αλέστα
(1919) -
στέκω
(1963) -
Στέκω με το κέκι
(1918) -
Στέκω στ' αστάσλια.
(1921) -
Στου ζιγκί στέκιτι.
(1956) -
(Τι) στέκεσαι σαν κουκοπίστσα
(1928)