Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δόντι"
Αποτελέσματα 216-235 από 331
-
Σάματ θά να βγάνω το χσό το δόντι
(1893)Ερμηνεία: Αστεία δικαιολογία επουσιώδους στερήσεως και δή επουσιώδους φαγητού -
Στα έξι δόντια βγάλλει τα πέντε χάρισμα
(1876)Στα έξι δόντια βγάλλει το ένα χάρισμα. = ή ότι αδύνατον ή ότι δια το εν λαμβάνει ένα δι' όλα -
Στάζ το δόντιν άτ
(1881)Ερμηνεία: Επί του λίαν επιθυμούντος πράγμα τι, το οποίον άλλος έχει και δεν δύναται αυτός ν' αποκτήση -
Στάζ' το δόντ' ν' ατ'
(1931)Στάζει το δόντι του. Τραπ. Επί του υπερβολικώς ορεγομένου τι δυσαπόκτητον. Πβ. 546 -
Συρταρdεί τα δανdάρε του, τσαί τζο ψοφά
(1951)Σφίγγει τα δόντια του και δεν ψοφά. Όταν κανείς δεν πέθαινε, ή όταν δεν τάβαζε κάτου εύκολα -
Σφίγγε τα δόντια σου
(1892)Ερμηνεία: Απευθύνεται προς ασθενείς ή υπέργηρους εις ανάκτησιν θάρρους -
Σφίνg' τα δανdάρε σου, μή κατζέφ'!
(1951)Σφίξε τα δόντια σου, μή μιλείς. Τόλεγαν σε κείνους πού ήταν έτοιμοι να βρίσουν κάποιον. Τους τόλεγαν γιά να τους συγκρατήσουν -
Σφίξε τα δόντια σου
(1920)Πρόσεχε είς την διαδικασίαν, την οποίαν ήνοιξες με κάποιον άλλον να τον κερδίσης. Εις μικρά παιδιά μεταχειριζομένη η λ. Σημαίνει βάλε τα δυνατά σου να μή σε υπερτερήση ο άλλος -
Τα καλά τα δόγκια, στο καλόγ κρηάς φαίνονται
(1940)Τα έργα δεικνύουσι την αξίαν και την ικανότητά μας -
Τά δόντια βοηθούν τή χώνεψι
(1876) -
Τά δόντια δέ' μαλιάζουνε
(1876)