Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "διψώ"
Αποτελέσματα 70-78 από 78
-
Σα διψάει η αυλή σ', μη χύνεις το νερό έξω
(1959)Όταν έχουν ανάγκη οι δικοί σου βοήθα τους κ' ύστερα τους άλλους -
Σό τσόσμε περπαίν σε και λιψασμένο φέρ σε
(1938)Σό τσοσμέ = tchenchme, περπαίν σε = σε πηγαίνει στην βρύσι, και λιψασμένο = διψασμένον. Ομοία τη προηγουμένη