Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βρέχω"
Αποτελέσματα 296-315 από 367
-
Πάει σαν βρεμένη κόττα
(1876) -
Πεdε μέρες βρέχει ο Θιός κι έξε το σκατόσπιτο
(1963)Λέγεται όταν στάξη η στέγη. Σκατόσπιτο = παλιόσπιτο, σπίτι που είναι σαραβαλιασμένο -
Πέντε μέρες κι αν εβρέχη η χολέντα του δεν τρέχει
(1932)Δια κείνους που δεν συγκινούνται από μια υπόθεση όσο και να τους μιλούν -
Πέρα βρέσει στηγ Καραμανιάν σιονίζει
(1940)Λέγεται δια τους αδιαφορούντας δε άσα λέγονται ή και γίνονται περί αυτούς -
Πέρα βρέσιει στηγ Καραμανιάν σιιονίζει
(1951)Λέγεται επί των δεικτυόντων αδιαφορίας ή απροσεξίαν διά κάτι -
Πέρα βρέχ' στου Μαρμαρά χιονίζ'
(1938)Όταν κανείς δεν αντιλαμβάνετο ότι ήσαν δι' εκείνον τα υπαινισσόμενα -
Πέρα βρέχει
(1910) -
Πέρα βρέχει
(1876)Αδιαφορεί, κάνει τον κουφόν. Δεν του δίδει χέρι. Δεν μέλει άλλων έγνοιαν ή δεν έχει -
Πέρα βρέχει
(1963)Λέγεται για τον αδιάφορο ή τον κουφό ή εκέινον, που δεν μπαίνει εύκολα στο νόημα -
Πέρα βρέχει στη Καραμανιάν χιονίζει
(1951)Λέγεται επί των δεικτυόντων αδιαφορίας ή απροσεξίαν διά κάτι -
Πέρα βρέχι
(1917)