Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "διπλός"
Αποτελέσματα 33-52 από 143
-
Ο χωριάτης βάνει το σκοινί μονό και δέ σώνει και το βάνει και διπλό και περισσεύγει
(1963)Λέγεται, όταν κάνης οικονομία, που οδηγεί σε ζημία -
Τ' λουλού το σκοινί μουνό δεν έφτανη κι' διπλό πηρίσσηβη
Του παράφρονος το σχοινίον απλούν δεν εξηρτίει και διπλούν επερίσσευε -
Το Shοινίν του χωρκάτη μονόν εν εφτάνει τζιαί διπλόν φτάνει
(1956)Μονόν = μονός ή ον. απλούς. Λέγεται δι' όσους επιζητούν να κάμουν κάτι, το οποίον η κατάστασις του βίου των δεν επιτρέπει