Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "κάβουρας"
Αποτελέσματα 29-48 από 152
-
Μ' επήρες για ποδάρι καβούρου
(1891)Ερμηνεία: Ως ευτελή και ανόητον με εξέλαβες ή ως τοιούτον με μεταχειρίζεσαι -
Νηρουκάβουρας
Ερμηνεία: Συνεκδοχικώς ούτως λέγεται ο άστατος, ο διπρόσωπος, και ρήμα νηρουκαβουρίζου επί της αυτής σημασίας, δηλ. είναι άστατος, διπρόσωπος, αχαρακτήριστος (σελ. 332) -
Ο κάβουρας δεν γίνεται πίττα
(1962) -
Ο κάουρας εψόφησε για το γονικόν του
(1939) -
Οι δουλειές του πάνε σαν τον κάβουρα
(1957) -
Πάει ανάποδα σα αό κάβουρα
(1943) -
Πάει ντρέτα 'σαν καβρός
(1920)