Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δόντι"
Αποτελέσματα 144-163 από 331
-
Λέ τι δανdάρε τζό 'χω, χωρίζει μό τα ξεράδε τσαί τρώ' τα
(1951)Λέει, δόντια δεν έχω, χωρίζει όμως τα ξερά και τα τρώει. Για κείνους που καμώνονται τον ανήμπορο, καταφέρνουν όμως μιά χαρά αυτό πού θέλουν. Πόντ. Δ.Π. 85: Δόντα 'κ' έχ' άμα κερέτζα μασά -
Με τα δόντια του το κρατεί
(1876) -
Μή του δίδεις άσπρα δόντια του παιδιού
(1920)Ερμηνεία: Μή γελάς ενώπιον του και του δίδεις θάρρος -
Μού'δειξε δόντια
(1920)Ερμηνεία: Όταν θέλη να ειπή τις κάτι και δεν το λέγει ένεκα φόβου ενώ αρχίζει να το ειπεί -
Μούδειξε τα δόντια του
(1920) -
Μούσπασε τα δόντια
(1920)Ερμηνεία: με αδυνάτισε. Παρεμφερή φράση "Θα σου δώσω μιά να σου βγάλω τα δόντια" -
Να 'δα η γρϊά, πού δεν είχε δόδια 'ιά το μέλι
(1963)Λέγεται, όταν κάποιος με πλάγιο τρόπο εκφράζη την προτίμησή του γιά κάτι. “Μιά βολά, λε', ερωτήξοσι μιά γρϊά, ειdά 'χει καλύτερα, το μέλι ή άdρα; Λέει :Μά έχω ' δά 'ώ η κακομοίρα δόδια 'ιά το μέλι;” δηλαδή ήθελεν άdρα. ...