Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "αυλή"
Αποτελέσματα 10-16 από 16
-
Κουτσουλισμένη αυλή
Οίκος εισοράς δυνάμενος να τρέφη εν τη αυλή ζώα, ιδία όρινθες (ως η κουτσουλιά) -
Το είχε αυλή τη 'αυ' αλώνι
Το σπίτι του τάδε. Επί του έχοντος μεγάλην οικειότητα πεος συγγένειαν κ΄ θελήσαντος να εκμεταλλευθή τούτων ή δείξαντος συμπεριφοράν αγνώμονα