Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α."
-
Ίντäν γίνεται ο κόσμον ας γίνεται κι ο Κοσμάς
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1918)Ότι γίνη ο κόσμος ας γίνη κι ο Κοσμάς -
Ίντσαν θέλ' το καλό σ εφτάει σε και κλαίς
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1918)Όποιος θέλει το καλό σου σε κάνει να κλαίς -
Ίσαμε να πετάξη το πουλλί από κλαδί σε κλαδί το μωρό πεινα
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929)Ερμηνεία: Επί της συχνής απαιτήσεως τροφής υπό του βρέφους -
Κάβκει ο ήλιος τζι' εν να βρέξη
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1945)Όταν κατά τους χειμερινούς μήνες καίη υπερβολικά ο ήλιος, προβλέπεται σύντομα βροχή. Κάβκει = κρούζει -
Κάθ'κα, κόρ', ώστα κάθεσαι και ώστα παραδαβαίνεις
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929)Ερμηνεία: Επί κόρης, η οποία μέχρι μεν τινός δεν αρέσκεται εις προτεινόμενον σύζηγο, κατόπιν δε ούτε χειρότερον δεν ευρίσκει -
Κάθ'κα, Σαμή, κάθ'κα, πηαντρίζ' για τ' εσέν αντρίζ
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929)Ερμηνεία: Επί του αδιαφορούντος προκειμένου έργου επείγοντος -
Κάθα έναν πράμαν 'ς σον καιρόν άθε
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929)Ερμηνεία: Καιρού παντί πράγματι -
Κάθα έναν πρόγατον ας σο πατζάκ' ν άθε κρεμάν' νατο
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929)Κάθε πρόβατο από το πόδι του το κρεμούν -
Κάθα είνας τον Παύλον ατ' κλαίει
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929) -
Κάθα είς ντό ΄κ΄ έχ΄χαβασλαεύ
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929)Ο καθείς επιθυμεί εκείνο που δεν έχει. Σαντ. Γνωμικόν -
Κάθα εις το τάνι μ' λέει άσπρον εν!
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929)Ο καθείς λέγει πως είναι άσπρο το τάνι του, ήτοι το υπόλειμμα του, γιαουρτιου μετά την αφαίρεσιν του βουτύρου. Χαλδ. Επί του επαινούντος τα ίδι. Παραλλαγαί : Κάθα εις λέει, το τάνι μ΄άσπρον εν Δαντ. “ Καθαείς καυχίς το ... -
Κάθετ' η πομπή 'ς τη δέβαν κι' αναθήκει τους δαβάτας
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929)Κάθετ' η πομπή 'ς τη διάβα και περιπαίζει τους διαβάτες -
Κάμε, Δόξα – Αδράχτιν 'κ' έχω. Κάμε, Δόξα Σποντύλιν 'κ' έχω
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1929)Ερμηνεία: Επί του αέργου ή ημελούς διαρκώς προσιζομένου -
Κάνει τη δουλειά άρα μάρα
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α.Δηλαδή, ακατάστατα, άρα - μάρα σημαίνει κατάρα, φθορά, επομένως αδιαφορεί γι τον τρόπο που κάνει τη δουλειά -
Κάνει τον κόκορα
Παπαδόπουλος, Άνθιμος Α. (1950)Λίαν προσφυής ο παραλληρισμος προς τον κόκοραν του δια φιλονίκου συμπεριφοράς φαινομένου απτοήτου