Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "θαλί (λιθάρι)"
Αποτελέσματα 2-7 από 7
-
Να φσίνξει το θαλί, ά βgάλει νερό
(1951)Αν σφίξει την πέτρα, θα βγάλει νερό. Για τους χειροδύναμος. Λεβ. 77, Ποντ. Δ. Π. αρ. 324, : Τα λιθαρά να τζουμίζ'νερόν εβγάλλ' -
Σ' τον νόμο θάλι 'ξείλτ'σε;
(1951)Από κλαδί λιθάρι έπεσε; Το έλεγαν ειρωνικά σε κείνους που ανησυχούσαν γι ατειποτένια. Έλεγαν και 'ς ουρανό θαλί κρεμίστη; - Λεβ. 154 -
Σ' του βίνεψες θαλέ, πόνεσες το βροσόν' σου;
(1951)Από τις πέτρες που έριξες, πόνεσες το μπράτσο σου; Ειρωνικά, σε κείνους που χωρίς να κάμουν τίποτα έλεγαν πως κουράστηκαν -
Το θαλί δώτσεν dα σου dοπαν dου
(1951)Την πέτρα την έριξε στο στόχο της. Για κείνους που πετύχαινουν αμέσως οτι επιδιώκουν -
Τσάπου ά δώσει, ά βgάλει θάλι
(1951)Όπου χτυπήσει, θα βγή πέτρα. Για τους άτυχους. Η μεταφορά από το σκάψιμο, όταν κανείς αντι για χώμα βρίσκει πέτρες. Ποντ. Δ. Π. αρ. 255 :Όθεν εντώκεν, τ' εμπροστά τ' λιθάρ' εξέβεν -
Τσάπου ά σηκώσουν ά θάλι, βgαίνας πό 'πουκάτου
(1951)Όπου θα σηκώσουν μια πέτρα, βγαίνει από κάτου. Σ' εκείνους που ανακατώνονται σ' όλες τις ξένες δουλειές. Ποντ. Δ. Π. αρ. 275, Όποιον λιθάρ' σ' κώτς αν' ατός αφκά ευριέται