Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βρέχω"
Αποτελέσματα 162-181 από 367
-
Η θα βρέξ' ή θα χιονίσ' ή καλός κιρός θα κάν'
(1915)Επί ανθρώπων απαντώντων δι' απεκφυγών, ιδία δε προβαινόντων εις μαντείας ασφαλείς περιλανβανούσας πάντα τα πιθανά -
Ήλθε 'σαν τη βρεμμένη γάτα
(1892) -
Ήταν και πεντάμορφη ήρθε κι όταν έβρεξε
(1907)Ειρωνικώς, διότι όταν βρέχη την Κυριακήν, θεωρείται κλαψιάρα η νύμφη -
Ήτανε η αλεπού βρεμμένη, την χτύπησε και η ζίφα
(1956)Για ένα αδύνατο που τον βρίσεκει ένα τι και γίνεται αιτία να χειροτερεύση -
Ήτο τσαί καρφιά, εβράχησα τσιόλα
(1934)Τα καρφιά βρεχόμενα σκωριάζουν. Λέγεται επί προυπαρχούσης φυσικής αδυναμίας ή ανικανότητός τινός ήτις επεδεινώθη δια τυχαίον περιστατικόν -
Θα βρέξης κώλο να φας ψάρια
(1918)Όταν βλέπουν τινά αθυμούντα και τον προστρέπουσι να αποτελιώση το έργον των -
Θα βρέξης κώλο να φας ψάρια
(1959)Θα ιδρώσης και πρέπει να ιδρώσης για να αποχτήσης, ή καλό δίχως κόπο δεν πάει -
Θα βρέξης κώλο, να φας ψάρια
Της παροιμίας τούτης γίνεται χρήσις όταν προτρέπουσι και παρακίνηση εις αποπεράτωσι έργου κατά της εκτέλεσιν του οποίου του βλέπουστι αθυμούνται -
Θα σου τις βρέξω
(1918) -
Θέλ να βρέξη να κατεβάσ'
(1942)Δηλαδή, όταν έχης πολλά έχεις, άν δεν έχης πάλι δεν σώνεσαι αν δώσης λίγο -
Θέλ' να βρέξ να κατεβάσ'
(1906)Εννοείται η λέξις πουτάμ' , ή ρέμα, το δε θέλ' εν τη σημασία του πρέπ'