Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "διπλός"
Αποτελέσματα 12-31 από 143
-
Μανάδιφκο τζό 'φτασε, διπκό σερματϊέται
(1951)Μονό δεν έφτασε, διπλό σέρνεται. Όταν κανείς παθαίνει τη ζημιά διπλή, εκεί που θα την πάθαινε λιγότερη αν πρόσεχε -
Μονό δε φτάνει, διπλό φτάνει και περσεύει
(1959)Όταν είναι αχόρταγος κανείς ή κακοκέφαλος, κακόπιστος και την πάθει την άλφα συφορά τότε χορταίνει και με το πάρα πάνω -
Μονό δέ φτάν', διπλό φτάνει και περ'σσεύει
(1953)Από κακήν εκτίμησιν των πραγμάτων υποβαλλόμεθα πολλάκις εις διπλούν άσκοπον κόπον ή εις περιττάς δαπάνας -
Μονό δέ φτάνει διπλό αρτηρνάει
(1962) -
Μονό δέ φτάνει, διπλό φτάνει και περ'σεύει
(1929)Από κακήν εκτίμησιν των πραγμάτων υποβαλλόμεθα πολλάκις εις διπλούν άσκοπον κόπον ή εις περιττάς δαπάνας -
Μονό το κάνεις, διπλό το λαβαίνεις
Η παροιμία έχει υπ' όψιν την περίπτωσιν της υπ' αυτού του παθόντος ενεργουμένης ανταποδόσεως, ήτις ως γνωστόν, τον τύπον της εκδικήσεως περιβαλλομένη ουδέποτε ή σπανίως ισούται προς την πράξιν. Εκδηλος επίσης η παροιμία ... -
Μουνό δε φτάν' διπλό περσσεύει
(1888) -
Μουνό δέ φτάν', διπλό πιρ'σεύ
(1952)Λέγεται ως ενδεικτικόν για κείνους, οι οποίοι ευρίσκονται προ σοβαρού διλήμματος