Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δόντι"
Αποτελέσματα 84-103 από 331
-
Έχει γερά δόντια
(1920) -
Έχει δόντι
(1920)Ερμηνεία: Έχει έταιρον πρόσωπον ισχυρόν στά του οποίου δύναται να κάμη ότι θέλει -
Έχει δόντι
(1920) -
Έχεις δόντια; - έχω – έ, σφούριζε
(1894) -
Έχεις δοντάκια και τα τρώς
(1958)Μια φορά ένας πήγε ν' αλέση, μαζί του πήρε κι ένα παιδί. Οι μηλωνάδες τότε εβάνανε τα χαράματα, χαραϊδια, μέσα στ' αλεύρι. Λοιπόν είπε στο παιδί να προσέξη. Γιά μιά στιγμή όμως το 'καμε αυτό ο μυλωνάς. Λέει τότες το παιδί ...