Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "διψώ"
Αποτελέσματα 16-35 από 78
-
Εδίψουν κι' ήπια θάλασσα
(1876)Ιστορ. Ο Γ. Φιλοπατρίδης δια την Μαριάν του Λιού, υπηρέτιδά του ελεγχόμενος, είπεν: όταν μη κρέας πάρη, ταρίχω στερητέον ή : εν ελλείψει χαρτοσήμου γράφεται εις απλούν ή : καλόν ν' και το στουππόχαρτον – εν ελλείψει ξυνομήλου ... -
Η αυλή σ' όνταν διψά, έξ' το νερού μη ηχύντ'ς
(1886)Προς τον δίδοντα εις άλλους πράγμα, του οποίου αυτός έχει ανάγκην -
Η αυλή σ'όνταν διψά, έξ' το νερόν μη ξύντς
(1929)Όταν διψά η αυλή σου, μη χύνης έξω το νερό. Τραπ. Επί του δίδοντος εις άλλους τι, του οποίου αυτός έχει ανάγκην -
Οdε διψά η αυλή σου, νερό μή χύνης όξω
(1963)Odε ή άμα. Δηλ. Όταν έχης ο ίδιος ή οι δικοί σου ανάγκη, δεν πρέπει να προσφέρης σε ξένους -
Όντας διψά η αυλή σ', μη χύντς του νερό όξου
(1893)Ερμηνεία: Όταν οι οικείοι σου δυστυχώσι, μη ζητεί άλλων ν' ανακουφίσης τας δυστυχίας -
Όντας η αυλή σ' διψάει, του νιαρό έξου μην του χύνς
Αν θέλεις να βοηθής, βοηθά τους συγγενείς σου και φίλους και τους πλησιέστερους -
Όντε διψά η εδική σου αυλή, μη χύνης στην ξένη νερό
(1938)Όταν οι δικοί σου υποφέρουν, μη βοηθάς άλλους