Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "θαρρεύομαι"
Αποτελέσματα 1-7 από 7
-
Εθαρρέυτη dη bορδή dου κι' ετσίλησε dο βρακί dου
(1963)Λέγεται, όταν μια πράξη έχη βαρειές συνέπειες, ενώ πιστεύανετο αντίθετο. Dου = λέγεται σε όλα τα πρόσωπα ενικού και πληθυντικού, ετσίλησε = λέρωσε, κατούρησε, έκανε ευκοιλιότητα επάνω του