Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "διπλός"
Αποτελέσματα 4-23 από 143
-
Δε σώνανε μονά, ήρθανε διπλά
(1919)Λέγεται όταν ενώ τις δυστυχεί, επέρχεται αιφνής και ετέρου κακού, οτου θάνατος κλπ. -
Διπλά ο φτωχός τα χάνει και στο κόστο δεν τα βάνει
(1889)Ερμηνεία: Επί των νομιζόντων ότι ωφελούνται, ενώ υφίστανται μείζονα ζημίαν -
Διπλό δέ φτάν', μουνό πιρ'σεύ'
(1939) -
Διπλό δέ φτάν', μουνό πιρισεύ'
(1911) -
Διπλό δέ φτάνει, μουνό πιρ'σεύει
(1955) -
Διπλό δεν φτάν' μονό περισσεύει
(1895) -
Μανάδιφκο τζό 'φτασε, διπκό σερματϊέται
(1951)Μονό δεν έφτασε, διπλό σέρνεται. Όταν κανείς παθαίνει τη ζημιά διπλή, εκεί που θα την πάθαινε λιγότερη αν πρόσεχε -
Μονό δε φτάνει, διπλό φτάνει και περσεύει
(1959)Όταν είναι αχόρταγος κανείς ή κακοκέφαλος, κακόπιστος και την πάθει την άλφα συφορά τότε χορταίνει και με το πάρα πάνω -
Μονό δέ φτάν', διπλό φτάνει και περ'σσεύει
(1953)Από κακήν εκτίμησιν των πραγμάτων υποβαλλόμεθα πολλάκις εις διπλούν άσκοπον κόπον ή εις περιττάς δαπάνας -
Μονό δέ φτάνει διπλό αρτηρνάει
(1962) -
Μονό δέ φτάνει, διπλό φτάνει και περ'σεύει
(1929)Από κακήν εκτίμησιν των πραγμάτων υποβαλλόμεθα πολλάκις εις διπλούν άσκοπον κόπον ή εις περιττάς δαπάνας