Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Φάβης, Β."
-
Δε δρώνει τ' αυτί του 'πο τέτοια
Φάβης, Β. (1908)Όταν τις αδιαφορής ή περιφρονητικώς διάκειται προς πράγματα τινα, άτινα άλλους, μάλλον ευαίσθητους ή φιλοτιμώτερους θα ελύπουν. -
Δεν εφανήσανε σαν της λαμπρής τ' αυγά
Φάβης, Β. (1908)Το δεν εφάνησαν σημαίνει ενταύθα ούδ' επί μικρόν διετηρήθησαν, ήτοι άμα φανέντα εδαπανήθησαν -
Δούλευγουν τ' άλογα τσαί τρώνε τα γαϊδούρια
Φάβης, Β. (1908) -
Δώσε μου τον άντρα σου τσάι πάρε συ τον κόπανο
Φάβης, Β. (1908)Όταν τις ζητή πράγμα χρησιμώτατον, παρέχων άλλο ευτελές ή άχρηστον -
Ένα χρόνο άσπορος, πέντε χρόνια άθερος
Φάβης, Β. (1908)Τούτο λεγόμενου περί του αγρού γεωπονικώς, δεν δύναται να είναι αληθές παν τουναντίον συμβαίνει, όταν αγρός τις μείνη ακαλλιέργητος επί εν ή πλείονα έτη, έπειτα καλλιεργηθείς γενναίους φέρει καρπούς. Αληθώς έχει η εν λ. ... -
Έρκετ' η μεγάλη Πέφτη τσ΄ άντρας μου βρατσί δεν έχει
Φάβης, Β. (1908) -
Έχουν τ' αντρόγυνα κατσά, νάχουν τ΄αδέρφια αμάχη ενάχη τσ' μάνα με παιδί, ως που να μπή τσαί νάβγη
Φάβης, Β. (1908)Η μεταξύ συζύγων ή αδερφών έχθρα και η κατά του παιδός οργή της μητρός δεν δύναται να είναι ισχυρά, ούτε έμμονος. -
Εγώ πήρα την ακουή σαν τον κακό το λύκο τσαί σπίτι μου να τσοιμηθώ μένα μου λεν πως λείπω
Φάβης, Β. (1908)Τοσούτον εδυσφημίσθην, ώστε και όταν σωφρονώ, δεν νομίζομαι σωφρονών -
Εψές πέθαν' ο άντρας μου, προχτές ο γάϊδαρός μου σήμερο πάει τσ' ο χοιούρος μου τσαί ποιόν να πρωτοκλάψω, ας κλάψω 'γω το γάιδαρο που πήγαινα στο μύλο τσ' άντρας μ' ας τρώη χούματα τσ' εγώ τρώου το χοιούρο
Φάβης, Β. (1908)Γελοιαστικόν ποίημα προς εμπαιγμόν του ήθους των γυναικών -
Η αλεπού αργάτες γύρευγε τσαί τσείνη αργατολόγαγε
Φάβης, Β. (1908) -
Η αλεπού εκατό χρονού, τ' αλεπόπουλο εκατοδέκα
Φάβης, Β. (1908)