Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δανείζομαι"
Αποτελέσματα 2-21 από 26
-
Δανείζου και ξόδευε, τη διορία μη λησμονείς
Ο οφειλέτης υποχρεούται εντός της ταχθείσης προθεσμίας να επιστρέψη το δάνειον -
Δανείζου καλοπλέρωνε για να σε ξαναδανείσουν = Ce qui bon a quirendia est bon a rendre
Le bon payeur ant le muitre de la bourie des antes -
Δανείζου, καλοπκιόρωννε, τζ' αι πάλε στράφου τζ' έπαιρνε
(1948)Ερμηνεία : Να εξοφλάς τις υποχρεώσεις και τότε θα σου παρέχουνται νέες -
Δανειζόμουν κι έτρωγα θάργεια Θιός μου τάδινε. Σαν μου τα γυρεύανε, εκαθόμουν κι' έκλαιγα
Λέγεται εις κατάκρισιν και ειρωνίαν των δυσαρεστουμένων επί τη απαιτήσει του καθυστερουμένου δανείου -
Δανειζόμουν κι έτρωγα θάρεια θεός μου τά δινε, σα μου τα γυρεύανε εκαθόμουν κι έκλαιγα
(1889)Ερμηνεία: Επί των ασυλλογίστως δαπανώντων τα δανειζόμενα -
Εδανειζόμουνα κ' ελυγιζόμουνα, μα 'ρτ' η ώρα να πλερώσω, κ' εβουρλιζόμουνα
(1952)λυγίζομαι = καμαρώνω, βουρλίζομαι = τρελαίνομαι από στενοχώρια