Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "βρέχω"
Αποτελέσματα 121-140 από 367
-
Για θα βρέξ, για θα χιονίσ', για καλό gαιρό θα κάμ
(1941)Ειρωνικάς επί των προλεγόντων τον καιρόν -
Γω τον διαβάζω, κείνος πέρα βρέχ'
Γι' αυτούς που, ενώ άλλοι τους συμβουλεύουν, αυτοί ούτε προσέχουν ούτε δίνουν σημασία στις συμβουλές -
Δέκα στο 'γρό κι ένα στο βρεμένα
(1949) -
Έπερε τα βρεμέ του!
(1943) -
Έτον και παντέμορφος, ήρθεν κι' όνταν έβρεχεν
(1939)Σε μεταφορική σημασία χρησιμοποιείται όταν πλακώνουν αναποδιές ή δυστηχήματα σε περίσταση, που κι αλλιώς ήτανε δύσκολη -
Έφθε σα d' βρεμένη κόττα
(1943)