Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ."
-
Γάιδαρος είν' ο γάιδαρος άνε φορή και σέλλα
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Γερόντων έπαιρνε βουλή και στο βουνό ανέβα
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1918) -
Δαιμονισμένος, η, ο= Δαιμονιζόμενος.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Δέντρο που δε σου μέλλεται, να φάς απ' τον καρπό του, μην κοιμηθής στον ήσκιον του και πάρης τον καϋμό του
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1918) -
Δεν απόμειν' αρουθούνι
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. -
Δεν φοβάτ' η γρα πως θ' αποθάνη μόνο πως δε θα ζη να μαθαίνη
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1918) -
Δίκιο κι άδικο, απού τον όρκο λείπε
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. -
Έμου κλέφτης, έμου ψεύτης
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Ένα ένα τόνε παίρνει ο Χάρος κι ύστερα τσι δεματιάζει. Σημ. Δεμακάζω=συνδέκω.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1819) -
(Έντοες εδά πως είμαι) σαν το έχνος
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.Φράσις χωρικών περί της αγραμματοσύνης των -
Έντυμα (το)= ο ίσκιος, το φάσμα του ετοιμοθανάτου.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Έντυμα (το)= φάσμα ετοιμοθανάτου ή και νεκρού.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. (1919) -
Έρριξα τον παραπετά (ή μια παραπέτρα)
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ. -
Έφυγε ο κύρης σου κ' ευρήκες τα πλατειά σου
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.