Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 2-5 από 5
-
Δόντι μπακιρόνω
(1920)Ερμηνεία: Λέγεται παρ' ενός είς τον άλλον ώς αστείον όταν ακούη αυτόν να κατηγορή τρίτον πρόσωπον -
Έχει δόντι
(1920)Ερμηνεία: Έχει έταιρον πρόσωπον ισχυρόν στά του οποίου δύναται να κάμη ότι θέλει -
Του έτριζε τα δόντια
(1920)