Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "ιμπρέτι"
Αποτελέσματα 1-2 από 2
-
ιμπρέτ
(1953)ιμπρέτ (το) [λ. Τουρκ.] το παράδειγμα. “Πήρε ιμπρέτ'”, επαραδειγματίσθη από την ατυχή έκβασιν μιας πράξεως. “Μ' έκανες ιμπρέτ'”, με λέρωσες. Παρ.φρ.