Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "διμαγγείον"
Αποτελέσματα 1-2 από 2
-
Άμον διμαγγείον μίαν αδά και μίαν ακεί
(1874)Ως πεφυσιωμένος ασκός (;) οτέ μεν ενταύθα ότε δε εκείσε -
Άμον διμαγγείον μίαν αδά και μίαν ακεί
(1929)Σαν ασκί φουσκωμένο πότε εδώ πότε εκεί. Κερ. Επί του μη δυναμένου να έχη σταθεράν διαμονήν