Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δόντι"
Αποτελέσματα 99-118 από 331
-
Έχεις δόντια; - έχω – έ, σφούριζε
(1894) -
Έχεις δοντάκια και τα τρώς
(1958)Μια φορά ένας πήγε ν' αλέση, μαζί του πήρε κι ένα παιδί. Οι μηλωνάδες τότε εβάνανε τα χαράματα, χαραϊδια, μέσα στ' αλεύρι. Λοιπόν είπε στο παιδί να προσέξη. Γιά μιά στιγμή όμως το 'καμε αυτό ο μυλωνάς. Λέει τότες το παιδί ... -
Εβάλαν τα δόγκια για να κρατούν τηγ γλώσσαν
(1940)Η συναίσθησις της θέσεως μας και των συνεπειών συγκρατούσι την γλώσσαν μας -
Είνι παπούτσ' απού δόντια αυτός!
(1925)Παροιμιώδης φράσις, λεγομένη διά τον μή έχοντα κανένα δόντι -
Εκεί πού 'ν' τα δόντια λείπουν τα κομμάτια
Επί των εχόντων μέν τα αναγκαία όργανα στερουμένων δέ των μέσων -
Εφυάσιν τα δόντια μου, εφύαν και τα χρόνια μου
(1876)Εφυάσιν τα δόντια μου, εφύασιν και τα χρόνια μου