Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Μαρινάτος, Σπ."
-
Έπαρε λάδι αφ την κορφή και μέλι από τον πάτο
Μαρινάτος, Σπ. -
Έπεσε τούμπανος
Μαρινάτος, Σπ. (1924-11-29)Ερμην. Λέγεται περί παντός ζώου ή ανθρώπου αψύχου πίπτοντος -
Έρχομαι στα είκοσι τέσσερα
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Σημαίνει το έσχατον όριον των διαμαχομένων. Ήρταμε στα εικοσιτέσσερα = μόνον ου συνεπλάκημεν -
Έσπειρε σιτάρι κ' εφύτρωσε κριθάρι
Μαρινάτος, Σπ. -
Έχει ο Θεός μπάρμπα
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Φράσις δηλούσα προνόμιο ανυπαρκτον πάντοτε δε αρνητικος εκφερομένη. Δεν μου γλυτρώνει κ' αν έχει τον Θεό μπάμπα -
Έψιμος γυιός με κύρη δεν θερίζει
Μαρινάτος, Σπ. -
Εγελούσανε κ' εμένα κ' έσκασα κ' εγώ οχτώ γέλια
Μαρινάτος, Σπ.Ερμηνεία: Όταν γελοίος τις συγγελά μετ' εκείνων εις προξενεί τον γέλωτα -
Εγώ βάνω τον κούκκο μου κι ο κούκκος την ουρά του
Μαρινάτος, Σπ. -
Εγώ βάνω τον σκύλλο μου κι ο σκύλλος την ωρά του
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Ερμηνεία: Επιφορτίζομαι υπό τινός δι' εργασίαν, εγώ δε πάλιν αναθέτω εις άλλους -
Εγώ σ' έχτισα, φούρνε μου, κ' εγώ θα σε χαλάσω
Μαρινάτος, Σπ. -
Εδιώξαμε την αλουπού κ' εμπήκε το λιοντάρι
Μαρινάτος, Σπ. -
Είκοσι χρονώνε γυιός, κ έλεγε τον λύχνο μπύχνο
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Ερμηνεία: Επί παιδός ή ανδρός αδιακρίτως, όστις είναι καθόλου αδέξιος και αδαής, πράξης δε τι ανάξιον λόγου εναβρώνεται ως επί μεγάλοις πεπραγμένοις, αποτείνουσι το βέλος: ω γυιέ! Ψυχή μου! Είκοσι χρονώνε γυιός κι είπες ... -
Είναι σαν κορακογλειμμένος
Μαρινάτος, Σπ. (1918)Ερμηνεία: Επί του λίαν ισχνού και αχαμνού γίνεται χρήσις των φράσεων: Σου φαίνεται πως τόνε γλείφουνε κοράκσι. Σου φαίνεται πως ζη στα κεραμίδια. Είναι σαν τσίκλα