Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ."
-
Απου πεινα για ν' αρχοντήνη μόνο η πείνα θα του μείνη
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)Αυτός που δεν τρώει για να γίνη πλούσιος μόνον η πείνα θα του μείνη -
Απού καλά καθούντανε καλύτερα γυρεύει ο δαίμονας του κώλου dου κοκκιά του μαγειρεύει
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959) -
Απού μιτσίν τζιά που πελλόν να μάθης την αλήθκιαν
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960) -
Ας έχη η νύφη μ' προυκιά κι' ας είν' κι' από το κόσκινο
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1958)Λέγεται όταν έχη λίγη προίκα -
Σαμοβίλες
Αυτές τις αφαντάζοντο ου παλαιοί γυναίκες ντυμένες στα μαύρα. Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1961) -
Αυτός είδε τον τράο στην Ερημόμηλο
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)Ερημόμηλος = η νήσος Αντίμηλος. Είναι απόκρημνο και δύσβατο νησί, έχει απάνω αιγάγρους στο κυνήγι των είναι πολύ δύσκολο και επικίνδυνο. Γιαυτό στις επικίνδυνες και δύσκολες δουλειές λέμε στην παροιμία. -
Αυτός είναι σαν του σκύλου το ράδι που το βάλανε σαράντα χρόνια σ' ένα καλαμουκάνι για να γίνη ίσο κ' ύστερα το βγάλανε κ' ήτανε πάλι στραβό
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1962)Για κείνους που είναι στραβόξυλα και δεν μπορούν να διορθωθούν παρ' όλες τις προσπάθειες που κάνουμε λέμε την παροιμία -
Βάστα με να σε βαστώ ν' ανεβούμε το βουνό
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959) -
Βοήθα νύχτα και αυγή, σα να 'χω μάννα κι αδερφή
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)Τη νύχτα πρέπει κανείς να εργάζεται διότι δεν επαρκεί τις μόνο την ημέρα -
Βουνό με βουνό εν ησμνήει
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.; Αθηνοδώρου Θάλεια (1960)Η παροιμία σημαίνει : Όταν οκιό τζακκόνουνται μεταξύ τους λαλούσι ότι βουνό με βουνό εν ησμνίει δηλαδη το βουνό εν ενδυνατό να σμνήξη με ένα άλλο αλλά οι άνθρωποι άμα περάσει λλίος τσιερός εν να γενούν φίλοι πάλε. ... -
Βουνό τζιε βουνό έμπον εισμύη
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960) -
Βραχνάς λέγεται ο εφιάλτης
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959) -
Βρήκε ο στραβός κατήφορο
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1960)Λέγεται σε κείνο που χωρίς να το φροντίση βρήκε κάτι ανεκμετάλλευτο και το εκμεταλλεύεται -
Βρυκολάκοι λέγονται αυτοί που το σώμα dως δε λειώνει.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ. (1959)