Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Μανωλακάκης, Εμμανουήλ"
-
Όποιος κάθεται, μετρά τα ζάλα του στρατηλάτη
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των υπολογιζόντων τας ξένας εργασίας -
Όποιος κοιμάται νηστικός σηκώνεται ανήχρεος
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των οικονόμων -
Όποιος κρατεί κι αξαπολυεί του πρέπει φούρεια ς σκοινί
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των κατακρατούντων πράγματα των οφειλετών απέναντι του χρέους των -
Όποιος κρυφά πανdρεύγεται φανερά πομπεύγεται
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των κρυφά διενεργούντων εις νεοθίνης διαδοσίμους -
Όποιος λυπάται του κάττη το ψωμί, τρών οι πεντκοί τα ρούχα του
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Επί των λίαν φιλαργύρων -
Όποιος μισεί τις πόρτες του, τις ξένες δάκρυα τις γεμώνει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των αποχορούντων των οικείων και προσερχομένων τοις ξένοις -
Όποιος νηστεύγει για να πλουτίση η πείνα τ' απομένει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Όποιος πεινα ψωμιά θωρεί κι' όποιος διψά ποτάμια
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Όποιος πνιέται τα μαλλιά του σύρνει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επι των εν αναγκη παρανομούντων -
Όποιος πομπεύγει πομπεύγεται
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των αντάξια των έργων των πασχόντων -
Όποιος πορπατεί, σκιάν ακάθθα θα του μπη
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Σκιάν=καν, τουλάχιστον [εν Κρήτη και σκιάς] -
Όποιος σκοντάψε το πορνό, ολιμερής σκοντάβγει
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1896)Κακή αρχή, κακόν τέλος -
Όπου (δ)υο και τρεις κι ο νυκτοπάτης Καλανdρής
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Ερμηνεία: Επί των πανταχού προσερχομένων -
Όπου κερνά, κερνού(ν) τον κι όπου καλεί καλού τον
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893) -
Όπου λυπάται του κάττη το φαεί τρών οι πεντικοί τα ρούχα του
Μανωλακάκης, Εμμανουήλ (1893)Επί των εκ φιλαργυρίας μη προβλεπόντων το ίδιον αυτών συμφέρον