Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 840-859 από 3150
-
Η γρίνα ξελοθρεύει σπίθια
(1963) -
Η γρϊά δε dόρπιζε bως θα παdρευτή κι' απανωπρούκια 'ύρευγε
(1963)Ερμηνεία: Λέγεται, όταν διατυπώνει κανείς νέες πρόσθετες απαιτήσεις -
Η γρϊά δε dόχει πως απεθαίνει παρά (ή μόνου) πως ζει και μαθαίνει
(1963)Δηλαδή όσο ζει κανείς, διδάσκεται. Το βαρύ δεν είναι ο θάνατος, παρά η διακοπή της γνώσεως -
Η γριά άποdε dην εφίλησαν εσφιχτομαdαλώθηκε
(1963)Ερμηνεία: Λέγεται, όταν λαμβάνονται μέτρα, ενώ είναι πια αργά -
Η δόξα 'ναι μές στά σκατά κι' όποιος θέλη τή bιάνει
(1963)Μές στά σκατά ή στά κόπρια. Δηλ είναι εύκολο να κάνει κανείς τον υπερήφανο, πχ “Ω η δόξα τζη κι' η περηφάνϊα τζη... -Μουρέ, μά η δόξα 'ναι μές... να τονε δοξάζου gανένα οι αθρώποι, μάλιστα, μά να δοξάζεται μοναχός του!...” -
Η δουλειά δεν έχει dροπή
(1963)Δηλαδή δεν πρέπει να ντρέπεται κανείς, οποιδήποτε εργασία κι' άν κάνη -
Η δουλειά δεν εφοβήθη dό bροκομμένο, μόνο' 'κείνο bού τή gυνηά
(1963)Δηλαδή γιά να έχη αποτέλεσμα η δουλειά, δεν θέλει τόσο ταχύτητα και προκοπή, όσο συνέχεια και επιμονή -
Η δουλειά η καλοκαμωμένη ποτές δέ dρέπεται
(1963)Η Η καλή δουλειά ποτές δέ dρέπεται. Δηλ η καλά καμωμένη δουλειά μάς βγάζει ασπροπρόσωπους -
Η δουλειά κάνει τα φύλλα και η κοπρϊά σταφύλια
(1963)Δηλαδή χρειάζεται δουλειά και κοπρϊά γιά να αποδόση η γή -
Η δουλειά που κάνει κανείς και δε dη μετανοιώνει είναι το κατούρημα
(1963)Δηλαδή ότι κάμη κανείς, μετανοεί, εκτός όταν κάμη το νερό του -
Η δουλειά, ά δεν ήτονε δουλιασμός, δεν dήν ελέανε δουλειά
(1963)Δουλιασμός = φόβος, τρόμος. Δηλ η δουλειά είναι κοπιαστική -
Η εδιά παιδιά δέ gάνει (ή: δέν έχει), κι' ά dά κάμη, δέ φελούνε
(1963)Δηλαδή, η καλή δουλειά δέν γίνεται με βιασύνη -
Η ζημιά 'ίνεται στο βουνό, μα ξεσπά στο μαgούφι
(1963)μαgούφι=βακούφι. Είναι κατάρα. Εννοείται στο σπίτι. Καταριέται δηλ. να γίνη το σπίτι μαgούφι -
Η ζωή είναι γλυκειά
(1963) -
Η ζωή περνά και φεύγει και μασε κοροϊδεύγει
(1963)Είναι πρόσφατα κοτσάκια, που λέγονται πια και ως παροιμίες -
Η κάθα μέρα ξημερώνει με το φακουφέτι τζη
(1963)Φακουφέτι = την έκτατη, την απρόοπτη, την εκτός προγράμματος εργασία. Από το facio ;