Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Λιουδάκη, Μαρία"
-
Η στραβή αγελάδα δε θωρεί την αυλακιά τζης, παρά θωρεί την απόξω
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Το λέν για κείνους που δε βλέπουν τα δικά τους ελαττώματα τια άλλους κατηγορούν -
Η τσιγγάνα το ντρουβά της κε' θωρεί το
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Δε βλέπει τα δικά του, κατηγορεί άλλους -
Η φωτιά και το νερό και η κακιά γυναίκα
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Η – γι – όμορφη στο μαχιαλά, κι η – γι -άσκημη στη μοίρα
Λιουδάκη, Μαρία (1940) -
Ή βάρει να σε σκιάζονται ή κλαίγε να σε λυπαούνται
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Ή μικρός μικρός παντρέψου ή μικρός καλογερέψου
Λιουδάκη, Μαρία (1939) -
Ήβαλε νερό στο κρασί ντου
Λιουδάκη, Μαρία (1937)Ερμηνεία: Περιώρισε είτε το θυμό ντου, είτε τους ενθουσιαμούς του, είτε το πείσμα ντου. Έγινε συγκαταβατικώτετος -
Ήβαλε παλούκι στον κώλο του
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Το λεν όταν δεν κάθεται κάποιος παρά φεύγει συχνά -
Ήβρηκε φιλιά κι εμπήκε και την εδική μ' αφήκε
Λιουδάκη, Μαρία (1937) -
Ήθελα, γιέ μου, νάχης χίλια πρόβατα μα σα δε θές, ορά μην αποτάξης
Λιουδάκη, Μαρία (1939)Στα παιδιά που δεν ακούν τις καλές συμβουλές -
Ήθελει τα κι έπαθει τα
Λιουδάκη, Μαρία (1938) -
Ήκαμε μου τη μούρη μου όλο κριάς και κόκκαλα
Λιουδάκη, Μαρία (1937)Ερμηνεία: Η προσβολή που μου' καμε δε μ' επείραξε καθόλου -
Ήκαμε τα πρικά γλυκά
Λιουδάκη, Μαρία (1937)Ερμηνεία: Όταν βρεθή κανείς σε δύσκολη θέση και δε μπορεί να κάμη αλλιώς -
Ήκατσης σαν την αποζυμώτρα
Λιουδάκη, Μαρία (1938)Το λένε σε κείνες που καθίζουν χωρίς δουλειά, σαν να 'ναι κουρασμένος, όπως καθίζει η “απόζυμώτρα” να ξέκουραστή σαν τελειώση το ζυμώτό της. Σηκώσ' από κεί να κάνης δουλειά, μόνο 'κατσής σαν “αποζημώτρα”. -
Ήλιος ήταν κι έβρεχε, ξεστεριά και χιόνιζε
Λιουδάκη, Μαρία (1940)Το λέν όταν είναι ήλιος κι αρχίζει να βρέχη -
Ήλιος και βροχή παντρεύουντ' οι φτωχοί. Ήλιος και φεγγάρι παντρεύουντ' οι γαϊδάροι
Λιουδάκη, Μαρία (1938)