Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Λουκόπουλος, Δημήτριος"
-
Άμα τσακ'στή η κλούρα να ιδούμε τμ πόρτα τ'
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1925)Τώρα ευημερεί οικονομικώς, διότι συμπράττει με τους άλλους αδελφούς του. Να ιδούμε άμα αποχωρισθή και κάμη δικό του σπίτι, αν θα ευημερεί, δηλ. θα αφεθή εις τας ιδίας τις δυνάμεις μόνον -
Άν κάμη ΄ναίκα, σωστού να ράψει α ίταίρι τσαί α ιμάτι, ο Πάσκαζ ά να ΄ρτει τσαί α δεβεί
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Μιά κα΄κη γυναίκα, ώσπου να ράψει ένα σώβρακο κι ένα πουκάμισο, η Λαμπρή θε νάρθει και θα περάσει. Τόλεγαν και έτσι : Άν bασαρμάζ ΄υναίκα, σου να ράψει το ιταίρι τσαί το ιμάτι, εγώ Πάσκας μbαίνει τσαί βgαίνει. Λεβ. 7 -
Άναψα κι κάηκα
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923) -
Άνθρωπος διπρόσωπος, ατός του κι' απατός του, κάνει κακό τσή μπάντας του, που δεν το κάνει εχτρός του
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926) -
Άνοιξι κι αυτός του στόμα τ' κι κάτ' μας είπι!
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1925)Παροιμία λεγομένη επί τινός, όστις ανόητα ή άκαιρα λέγει -
Άντε κλάσε στο ποτάμι, να κάμης μπουρμπουλήθρες
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926) -
Άντε να κάνης μπάνιο στη χούρχουρη
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Επειδή κάποιος πήγε στη χούρχουρη του μύλου, έκαμε μπάνιο και πέθανε -
Άντρας μου στα ρούμπαλα κι εγώ στα πανηγύρια
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)Λέγεται επί προτάσεως συμμετοχής κι κάποιαν διασκέδασιν ενώ μέλος οικογενείας ή και ολόκληρος ή οικογένεια ευρίσκεται εν κινδύνω -
Άπιαστα π'λιά, χίλια στουμ παρά
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1923)Ξύπνος είναι η υπόσχεσις παροχής πραγμάτων, τα οποία δεν τα έχει τις εις χηράς του -
Άρ να είπες 'τι κι είδα, ά ειπούν dι: χίτα να με τα δείκ'
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Αν τύχει και πείς είδα, θα σου πουν: τρέχα να μου το δείξεις. Καλύτερα να μη μιλείς όταν δεις κάτι, για να μη σε πάρουν μάρτυρα. -
Άρ ο Θιός να κούνκεν τα καζβάρες, κάτα μέρα χα ψοφήσει α γαϊρίδι
Λουκόπουλος, Δημήτριος; Λουκάτος, Δημήτριος Σ. (1951)Αν άκουε ο Θεός τα κοράκια, κάθε μέρα θα ψοφούσε ένα γαϊδούρι. Το λένε όταν δεν θέλουν να δώσουν σημασία στις κουβέντες ή στις κατάρες του κόσμου -
Άραθα μάραθα, κουκκιά σπαρμένα
Λουκόπουλος, Δημήτριος (1926)