Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "λάδι"
Αποτελέσματα 9-28 από 257
-
Αν δε βάλ'ς λάδ' στου καντήλ' διν γκαίει
(1939)Άνευ τροφής αδύνατος η διατήρησις των σωματικών μας δυνάμεων, άνευ ποτού η ευθυμία αδύνατος -
Αν δε βάλς λάδ' στου καντήλ' δενγ καίει
(1910)Άνευ τροφής αδύνατος η διατήρησις των σωματικών μας δυνάμεων, άνευ ποτού η ευθυμία αδύνατος -
Ανακατώνιτι καμιά φουρά του λάδ' μι του νιρό;
(1910)Ερμηνεία: Επί ανομοίων χαρακτήρων, ιδεών και φρονημάτων -
Ανακατώνιτι καμιά φουρά του λάδ' μι του νιρό;
(1939)Ερμηνεία: Επί ανομοίων χαρακτήρων, ιδεών και φρονημάτων -
Βγαίν'(ς) κι λάδ'
(1938)Ελέγετο δια κοινά πρόσωπα και κοινάς πράξεις, όταν κανείς προσπαθεί να καλύψη τας παρεκκλίσεις του -
Βγαίνει από πάν' που το λάδι
(1917)Ερμηνεία: Λέγεται δια τον θέλοντα να αποδείξη αθώον κατηγορίας τινός, ενώ είναι μέτοχος και συνευδοκών -
Βγαίνει λάδι
(1957)Επιπλέει δηλαδή σαν το λάδι, βρίσκει τρόπο να δικαιωθεί για τα παραπτώματά του -
Βγήκε λάδ'
(1938)Ελέγετο δια σημαίνοντα πρόσωπα, τα οποία κατώρθουν ν' αποκρούσουν σοβαράς κατηγορίας -
Βγήτσε καντήλα λάδι ο Γιώργις
(1924)Κατώρθωσε ν' απαλλαγή της κατηγορίας αποδείξας εαυτόν (ψευδώς) αθώον