• Δεν είμαι παραφαγάρ'ς, μόν' είμαι παραπονιάρ'ς 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ερμηνεία: Λέγεται επ΄εκείνων, οι οποίοι παραγκωνίζονται, ενώ έχουν αξίαν και θέσιν
  • Δεν είν' όλη μέρα τ' Αϊ Γιωργιού 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Αι πολυδάπανοι ευωχίαι και αι διασκεδάσεις δεν πρέπει να είναι συχναί, αλλ' εις εξαιρετικάς ημέρας του έτους. Λέγεται και επί των μέχρι φορτικότητας και επανειλημμένως απαιτούντων τι
  • Δεν είναι βλάχος ο Θεός 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ο Θεός τα πάντα βλέπει, και όπως βοηθάει τον καλόν άνθρωπο, έτσι τιμωρεί τον κακόν και δεν λησμονεί τίποτε
  • Δεν κοβ' δρόμο 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Δεν έχει πρωτοβουλιάν. Αλλά το “μπουλάρ' δεν κόβ' δρόμο” σημαίνει, δεν προχωρεί στο δρόμο , όταν έχη άλλο εμπρός
  • Δεν τη γάτα και τρώει 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Έτσι λέγουν δια τον πολύ φιλάργυρον
  • Δό μου κυρά τον άντρα σου και σύ βάστα τον κόπανο 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Δεν πρέπει να δίδωμεν ή να δανείζωμεν αντικείμενα, άτινα μας είναι απολύτως αναγκαία ανά πάσαν στιγμήν
  • Δόσιμο του χεριού σώσιμο της ψυχής 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Τι σπουδαία αποτελέσματα φέρει η δωροδοκία! Και την θύραν του παραδείσου δύναται αυτή ενίοτε να ξαγοράση από τον φύλακα αυτής. Λέγεται και επί του αδιεξόδου, είς ο περιέρχονται πολλάκις οι απερίσκεπτοι άνθρωποι
  • Δούλευε και δουλειά να μη σε λείπ' 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Λέγεται, όταν τις εργάζεται, αλλά δεν απολαμβάνει αμοιβήν ανάλογον προς κόπους του και ούτω ματαιοπονεί
  • Δούλεψε να φάς και κρύψε νάχ'ς 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Η φιλοπονία και η αποταμίευσις είναι μεγάλαι αρεταί εις τον άνθρωπον
  • Δουλεμένο, ζηλεμένο 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ζηλεύεται, αλήθεια, η καλοδουλεμένη εργασία, ιδίως τα καλοδουλεμένα και τακτοποιημένα αγροκτήματα
  • Δουλεύ' τα 'νένηντα εννιά 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ασχολείται εις παντός είδους θεμιτάς και αθέμιτους επιχειρήσεις
  • Δυό το λάδι, τρεις το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Είναι μερικοί που εις τους λογαριασμούς του αφελούς πελάτου των αναγράφουν το αυτό κονδυλιον δύο φοράς, αλλά κατά διάφορον τρόπον, ώστε να μη περιπέση εις την αντίληψιν του πελάτου η άδικος ενέργειά των
  • Έβαλε τη λάβα 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Φωνάζει δυνατά, ωσάν να πρόκειται περί κινδύνου
  • Έβαλε το νερό στ' αυλάκι 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ήρχισε να τακτοποιή την εργασίαν του
  • Έκαναν κεφάλ' 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Όταν τα διεσκορπισμένα αιγοπρόβατα συγκεντρώνωνται υπό του ποιμένος και αρχίζουν να βαδίζουν με τα γκεσέμια εμπρός, λέγουν την ανωτέρω φράσιν
  • Έκλασ' η νύφ' ... σκόλασ' ο γάμος 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ενίοτε μια ασήμαντος αφορμή συντελεί εις την αδικαιολόγητον λήξιν μιας διασκεδάσεως
  • Έμ γαλάτα, έμ μαλλάτα, έμ' τ' αρνιά θηλ' κά 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Περίεργος αλήθεια απαίτησις! Λέγεται επ' εκείνων, οίτινες έχουν αξιώσεις καί απαιτήσεις αδυνάτους καί οιονεί παραλόγους
  • Έπιακαν τ'ς μύτες 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ήρχισαν να δυσαρεστώνται
  • Έπιακαν τα προζύμια 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Ήρχισαν αι πρώται έριδες
  • Έφαγε τη καρδιά μ' 

    Ρεμπέλης, Χαράλαμπος (1953)
    Στεναχωρήθηκα, λυπήθηκα πολύ