Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δόντι"
Αποτελέσματα 64-83 από 331
-
Δέν τον φθάνει να ξύση το δόντι του
(1889) -
Δέν του βάνει δόντι
(1920)Ερμηνεία: δεν του ευρίσκει ελάττωμα. Δεν δύναται να τον περάση. Δηλ το λήμμα δόντι σημαίνει το αποτέλεσμα -
Δέν του βάνει κανένας δόντι
(1920)Η Εκείνου του ανθρώπου δεν του βάνει κανένας δόντι = δυνατός, παλληκαράς -
Δειξί τ' ένα δόντ' αυτνού
(1923)Δηλαδή απείλησέ τον. Η μεταφορά εκ του σκύλου, όστις απειλών επιδεικνύει τους οδόντας -
Δεν είναι για τα δόντια σου
(1920) -
Δεν είναι για τα δόντια σου!
(1876) -
Δεν είνι για τα δόντα σ
(1911) -
Δόντ' άσπρου δεν του δείχνου
Ερμηνεία: Φέρομαι αυστηρώς πρός τον υιόν μου ή τους οικείους μου, ουχί σύν γέλωτι ώστε να φαίνονται οι οδόνις μου λευκοί -
Δόντι μπακιρόνω
(1920)Ερμηνεία: Λέγεται παρ' ενός είς τον άλλον ώς αστείον όταν ακούη αυτόν να κατηγορή τρίτον πρόσωπον