Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Φιλιππίδης, Φίλιππος Α."
-
Δέν δίνω πεντάρα τσακισμέν'
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1918)Ερμηνεία: Ίσον με ό καρφί δέ μου καίγεται των ελλαδικών -
Δεν έχ' σαράκ' μέσα τ' αυτός ο άνθρωπος
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1916)Ερμηνεία: Δηλαδή είναι απαθής, αδιάφορος, ζαμανφουτιστής (ωχαδερφισμός) -
Δεν έχ' σαρακ' μέσα τ' και τσαγανό αυτός ο άνθρωπος
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1916)Ερμηνεία: Δηλαδή είναι απαθής, αδιάφορος και ζαμανθουτιστής( ωχαδερφισμός) -
Δεν έχ' σκουλήκ' μέσα τ' αυτός ο άνθρωπος
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1916)Ερμηνεία: Δηλαδή είναι απαθής, αδιάφορος και ζαμανθουτιστής( ωχαδερφισμός) -
Δεν παίρν' το κεφάλι τ' ούτε με το μποτζαργάτ'
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1916)Ερμηνεία: Δια τον ξεροκέφαλο -
Διάβολος
διάσκατζος (αρσ.) διασκατζάκ (ουδ) = διάβολος, διαβολάκ' Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1916) -
Δό μ', κυρά μ', τον άντρα σ' και σύ κράτα τον κόπανο
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1916)Ερμηνεία: Λέγεται και εκείνου όστις αιτείται τι παρά τινος, όστιςέχει άμεσον ανάγκην αυτού. Η παροιμία εγεννήθη ώς εξής: Γυνή τις χήρα ηράτο τούανδρός γειτονίδος αυτής ή φίλης της, καλοφλεγομένη δε υπό τολυ πάθους απετόλμησε ... -
Έγινε του Κουτρούλ' το πανηγύρι
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1918) -
Έκανε κ' η ψείρα κώλο κ' έχεσε τον κόσμο όλο
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1918) -
Έμαθα γυμνός και ντρέπομαι ντυμένος
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1918)Ερμηνεία: Λέγεται δια τον οψίπλουτον χωριάτην, που εντρέπεται όταν τον ευπρεπίσουν -
Ένα ζευγάρι παπούτσια μούδωκες, εδώ πάτα εκεί μήν πατάς
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1918)Ερμηνεία: Ένα καλό μου έκαμες και μου το βγάζεις ξυνό από τή μύτη μου -
Ένα ζευγάρι παπούτσια μούδωκες, εδώ πάτα εκεί μήν πατάς
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1916)Ερμηνεία: Ένα καλό μου έκαμες και μου το βγάζεις ξυνό από τή μύτη μου. Ένα ζ. π. μου δωκες, και μου λές εδώ π. Κ' ε. Μή π. -
Έτσι είναι κ' η αγάπη μου σαν του Μαρτιού το χιόνι, όπου το ρήχν' από βραδύς και το πρωί το λυώνει
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1916)Ερμηνεία : Ασταθής χαρακτήρας -
Έφαγες καυμένο γάλα, γι αυτό γίν' κες ζαρωμένος
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α. (1918)