Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "γάδαρος"
Αποτελέσματα 609-628 από 700
-
Τί ζώ έχεις; Γάιδαρο με συμπάθειο!
(1910) -
Τί θα πή χρυσό γαιδούρι!
(1876) -
Τί σκιάζεσαι; Μη σε βρή κανένας στο δρόμο και σε φάη
(1938)Επί των μεταφερόντων μεγάλην ανθοδέσμην χόρτα -
Τί του ήκανα; ο γάιδαρος μου ήφαε το ψωμί του
(1957)Σιτζίμι = τουρκ. Ένα κομμάτι σχοινί, μάλλον ψιλό, που δένενε τα ζωντανά τους στ' αχούρια (φάτνες), ή σε κάποιο παλούκι (πάσσαλο) -
Το άδαρο μου θα βάλω να gανίση
(1963)Λέγεται σε περίπτωση αδιαφορίας, π. χ. Δε τζη ξαναμιλώ, χιλιώ χρονώ να ενώ, Ακούς ο καμός τση, το αδαρό τζη θα βάλη να gανίση -
Το άδαρο μου θα βάλω να gαρίση
(1963)Λέγεται σε περίπτωση αδιαφορίας, π. χ. Δε τζη ξαναμιλώ, χιλιώ χρονώ να ενώ, Ακούς ο καμός τση, το αδαρό τζη θα βάλη να gανίση -
Το γάιδαρο εχώνανε, τ' αυτιά ντου φανερώνανε
(1963)Λέγεται όταν κάποιος προσπαθεί να κρύψη κάτι που είναι αδύνατο να κρυφτή -
Το γάιδαρον εχώναν και τ' αυτιά ντου εφανερώναν
(1938)Η προσπάθεια να κρύζωμε κάποιο μυστικό, ενώ δεν το καταφέρνομε -
Το γαιδούρ' το καμ για τ' άλογον
(1896)Ερμηνεία: Οι πτωχοί και αδύνατοι καταπτέζονται πάντοτε από τους πλουσίους και ισχυρούς