Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 58-77 από 312
-
Απρίλης γρίλης, τέσσερις, Μάης κουτσούκλης, πεύτε ο μήνας απού με 'πήρες κι ο μήνας απού σε 'πήρα, εννιά!
(1938)Μια φορά ήτονε μιαν κοπελιά κι επαντρέφτηκε, αλλά μετά λίγους μήνες εγέννησε. Ο άνδρας της φυσικά της εζήτησε τον λόγον. Αυτή όμως με απάθεια του απαντά: Και μπα να μην ξέρης, άντρα μου, να λογαριάζης; Για μέτρησε να δής! ... -
Αρρώστου μούρη φαίνεται και πινασμέν' αχείλη
(1938)Η αρρώστεια και η πείνα είναι πράγματα που δεν κρύβονται. (Μεταφορ. για κάτι που προσπαθούμε άδικα να κρύψουμε) -
Ας με λέν μπουλουμπαχίνα, κι' ας ψοφώ κι' απού την πείνα
(1938)Η ψεύτικη επίδειξις, ενώ υπάρχει μόνον φτώχεια -
Ας τρώη η γρά, κι' ας γογγύζη ο γέρος
(1938)Όταν αποκτούμεν ένα άγαθόν, παρά την θέληση του άλλου -
Ασθενής και οδοιπόρος νόμου ούκ έχει
(1938)Ο άρρωστος και ο ταξιδιώτης δεν κρατούν νηστεία. Ιδίως στις Σαρακοστές -
Αυτός σύρνει απόυ τσ' αλαφρές του καμπανού
(1938)Κείνος που δεν έχει μυαλό Δηλαδή: Ο ανόητος, εάν ζυγισθή χωρίς να ληφθή υπ' όψι το βάρος του μυαλού, είναι ελαφρότερος -
Βάνει κι' η καλαθού τον άντρα τζη με τσι πραματευτάδες
(1938)Όποιος παρομοιάζει τον εαυτον του με άλλον ανώτερον -
Βάνει κι' η καλαθού τον άντρα τζη με τσι πραματευτάδες
(1938)Στους υπερήφανους ανθρώπους που δεν το αξίζουν -
Βάστα, γέρο, βάστα να 'χης και παιδιά και βάσανα χεις
(1938)Τα παιδιά δεν φροντίζουν για τους γονείς των όταν γηράσουν, γι' αυτό πρέπει να μη δίδουν σ' αυτά όλην των την περιουσίαν, αλλά να κρατούν για τα γηρατειά των -
Βασιλικός ορισμός, οργή θεϊκή
(1938)Η βασιλική διαταγή είναι ανέκκλητη, όπως η οργή Θεού όταν πέση σε κανέναν -
Βουηθά σ' ο τόπος Γιουδενί (sic) και βγαίνεις αντρειωμένος
(1938)Όταν τα μέσα βοηθούν τον άνθρωπον, επιτυγχάνει του σκοπού του -
Γαιδάρου πόδας στο νερό, θέλει πιή, θέλει μη σώσει!
(1938)Κείνος που δεν αποκτά κάτι καλό, ενώ είναι στο χέρι του -
Γαιδουρομπερδούκλωνε, να μην καμπογυρίζης
(1938)Όποιος κάνει μια εργασία στερεά, δεν χάνει τον καιρόν του να την επαναλαμβάνη