Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Συλλογέα "Κουκουλές, Φαίδων"
-
Αυτουνού πονεί το δόdι του στον Ανεμόμυλα
Κουκουλές, Φαίδων (1920)Έχει ερωμένη κατοικούσα εις την συνοικίαν Ανεμόμυλος -
Αφάντου μύλου διάλεστρα και φούρνον κωλοζώστην (δίδωσι)
Κουκουλές, Φαίδων (1955) -
Βάλ'του αλάτι
Κουκουλές, ΦαίδωνΠρος δήλωσιν του οτι παρήλθε πλέον η ευκαιρία. Η μεταφορά από τα παστά τα οποία χρειάζονται αλάτι (ή ρίγανην) να μην αποσυντεθούν -
Βάλε του ρίγανη να μη βρωμήση
Κουκουλές, Φαίδων -
Βαρεί τα κουνούπια
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Περί οινοποιούντος εν τω υπογείω. Από το είδος της μικάς μνιάς (σκνίπα) που περιίπταται περί το οινοφόρον βυτίον -
Βαστάει το Θεό άπ' την ποδιά
Κουκουλές, Φαίδων (1948) -
Βαστάτε, ποδαράκια μου!
Κουκουλές, ΦαίδωνΠρος δήλωσιν ότι τις έφυγε μετά σπουδής. Η παλαιοτέρα μνεία της φρ. Παρά Φορτουνατω (Ε 374): ...αφέντη, δεν μ' αρέσει, πόδια μου βοηθάτε με εγροίκησα να λέσι -
Βγήκε ο γέρος στο κλωτσάτο και η γριά στο κωπελλάτο
Κουκουλές, Φαίδων (1954) -
Βόβυγκας ''έπεσε ο βόβυγκας (= χάρως) μέσ'στο σπίτι τσαί ποθάνανε ούλοι''.
Κουκουλές, Φαίδων (1920) -
Βράζει η πορδή σου, και θαρρείς πως βράζει η δύναμή σου
Κουκουλές, ΦαίδωνΕρμηνεία: Επί ανισχύρου του προσποιουμένου τον γενναίον. Παλαιότερα μνεία της φρασης ταύτης εύρηται εις το Σ/άθην, ένθα αναγινώσκομεν: Β 247: Αφησ' τους νιους να λέσινε, μα σενα η πορδή σου θα βράζη μέσα και θαρρείς να ... -
Γι' άdρας μου στα τσίβδαλα τσ' ιγώ στα στιβδαλίσματα
Κουκουλές, Φαίδων (1954) -
Γίν'κι ως τον βασιλέα
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Περί του κραιπαλώντος, όστις μη δυναμένος υπό της μέθης να κρατήση των κεφαλών εις την κανονική της θέσιν, των αφίνει να κλίνει κι' ο ευσεβής χριστιανός εν τη εκκλησία, όταν ακού το “ως τον βασιλέα των όλων υποδιζόμενοι” -
Γίνηκε κουρούνα στο μεθύσι
Κουκουλές, Φαίδων (1924)Κουρούνα = ξυλάριον εκφράσσον όπως του βυτίου, ανάλογον προς τον πίρον, όχι το πτηνόν κορώνη -
Γυναίκα που δα συμφωνά με τ΄ αdρούς τα βήματα δνε πρέπει να΄ παdρεύγεται
Κουκουλές, Φαίδων (1920)