Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 563-582 από 757
-
Την εβή έν ημέρα του Έζ Γιώργη 'χαμνίζει τ' άβgo του σο τσαΐρι '
(1949)Αύριο είναι η μέρα του Άη Γιώργη, παρατάει τ' άλογό του στο λιβάδι, έλεγαν. Η γιορτή τ' Άι Γιώργη, από τις πιο κύριες γιορτές της άνοιξης, ήταν στα Φάρασα συνδυασμένη με πολλά λατρευτικά έθιμα και δοξασίες. -
Το 'ίδι, αρ να μη ολατίνκε σα τσαλούδε, 'ίδι πάλι τζο λένκαν dα
(1951)Το γίδι, αν ήταν να μη σκαρφαλώνει στα χαμόκλαδα, δε θα το λέγαν γίδι -
Το 'ίδι, σαμού ΄υρεύει να φα ξύο, πααίνει σουρτεύεται σου ομbαση το ραβdί
(1951)Το γίδι, όταν θέλει να φάει ξύλο, πάει και τρίβεται στου τσοπάνου το ραβδί -
Το 'μέτ'ρον dο στσυλλί το πελέτσι πάγασεν dα τσ' ήφερεν dα
(1951)Το σκυλί μας πήγε κι έφερε το τσεκούρι -
Το 'ρνίθι γλυμίζει, γλυμίζει, έβgαλεν dα κάκε πάνου
(1951)Η κότα σκαλίζει, σκαλίζει, έβγαλε τα σκατά πάνου -
Το 'ρνίθι, φότεζ εν 'ρνίθι, πίνει νερό, τσαί γρεύει πανουφόρου το Θεό
(1951)Η κότα, που είναι κότα, πίνει νερό και κοιτάζει ψηλά το Θεό -
Το βιλλί σου δέβη σο τσούλο τσαι 'κόμη κατζεύ';
(1951)Η ψώλη σου πέρασε στο τσόλι κι ακόμα μιλάς; -
Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα
(1951)Αποβραδίσ σηκωνόνταν πάντα αέρας κι ήταν η πιό κατάλληλη ώρα νά λιχνίσουνε στ' αλώνια τό σωρό το πρωΐ μέ τό φως, που δε φυσούσε, τον κοσκίνιζαν. Η παροιμία σημαίνει πως κάθε δουλεία θέλει την ώρα της -
Το βράδύ βόρ'τα, την εβίτσα 'λβάρ'τα
(1951) -
Το βραδινό σου τ' όργο σην εβίτσα μη τ' αφήν'
(1951)Ερμηνεία: Τη βραδινή σου δουλειά στην αυγή μην την αφήνεις. Πόντ. Α. Π. αρ. 1696: Τ' οσημερ' νόν τη δουλείαν 'ς σο πουρνά μη αφήντς -
Το βυνατό το ξίδι το στδεύο του στσίνει τα
(1951)Το δυνατό το ξίδι τ' αγγειό του το σκίζει. Το λένε ειρωνικά, όταν κανείς θυμώνει. Λεβ. 176. -
Το γαιρίδι σόπου α νdα τσενdείς πολύ, για α σε χέσει, για α σε αχτίσει
(1951)Το γαιδούρι όταν το κεντάς πολύ ή θα σε χέσει ή θα σε κλωτσήσει