Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "διψώ"
Αποτελέσματα 57-76 από 78
-
Όταν διψάη η αυλή σου, όξου νερό μη χύνης
(1922)Επί του ότι εν πρώτοις πρέπει οι συγγενείς και οι οικείοι να υποστηρίζωνται και βοηθώνται και είτα οι ξένοι -
Όταν η αυλή σ' διψά για νερό μην το χύνεις όξου
(1893)Ερμηνεία: Επί των ωφελημένων απο τας περιστάσεις -
Οντέ διψά η αυλή σου όξω νερό μη χύνης
(1938)Όταν έχεις συγγενείς της ανάγκης να μη βοηθάς άλλους -
Οντέ διψά η πόρτα σου, όξω νερό μη χύνης
(1917)Εις τας μεγάλας μας ανάγκας δεν πρέπει να φαινώμεθα φιλόδωροι -
Σα διψάει η αυλή σ', μη χύνεις το νερό έξω
(1959)Όταν έχουν ανάγκη οι δικοί σου βοήθα τους κ' ύστερα τους άλλους -
Σό τσόσμε περπαίν σε και λιψασμένο φέρ σε
(1938)Σό τσοσμέ = tchenchme, περπαίν σε = σε πηγαίνει στην βρύσι, και λιψασμένο = διψασμένον. Ομοία τη προηγουμένη