Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "γάδαρος"
Αποτελέσματα 558-577 από 700
-
Που άδαρο δώση και άδαρο πάρη, άδαρος λοάται
(1963)Δηλαδή: είναι άσκοπη η ανταλλαγή ομοίων περίπου πραγμάτων -
Που αδάρου κάμη χάρη, άδαρος λοάται
(1925) -
Που αδάρου κάμη χάρη, άδαρος λοάται
(1963) -
Που αδάρου κάμη χάρη, άδαρος λοάται πάλι
(1963)Λέγεται σε περίπτωση αγνωμοσύνης δηλ. είναι ανόητος όποιος κάνει χάρη σε αγνώμονα -
Που τζυλίστην ο γάδαρος, τζαί που τούμεινεν ο τόπος
(1940)Δια παιδιά προ πάντος, που παίζοντα ελέρωσαν ή εξέσχισαν τα φορέματα τους -
Σα γάιδαρους μη τ' σέλλα
Ερμηνεία: Γενικώς περί ανθρώπου φέροντος ένδυμα ή άλλο τι μη προσαρμοζόμενον καλώς -
Σα γάιδαρους μι κ' σέλα
(1961) -
Σα γαιδούρ' με σέλλα
(1939)Επί των φορούντων ένδυμα ανώτερον της σωματικής των κατασκευής, μη αρμόζον αυτοίς -
Σα γαιδούρ' με σέλλα
(1910)Επί των φορούντων ένδυμα ανώτερον της σωματικής των κατασκευής, μη αρμόζον αυτοίς