Πλοήγηση ανά Τόπο καταγραφής
Αποτελέσματα 53-72 από 125
-
Καλό πεσκέσι [μας ήρθε]
(1894)Ερμηνεία: Λέγεται ειρωνικώς επί κακού ανθρώπου εκ ξένης ελθόντος να εγκατασταθή εν τη χώρα -
Καλουπώνω
(1893)Ερμηνεία: Επί των απατωμένων εις αγοροπωλησίας: “Μας καλούπωσε δα όχι κ' χειρότερα” -
Καυκαλίτρα παινεμένη, πόκανες τον άδρα μέλι και τη πεθερά φαρμάκι
(1893)Ερμηνεία: Καυκαλίτρα=λέγεται χόρτον, γλυκύ και εσθνόμενον ωμόν ή και βρασμένον, εύρηκαν και δίστυχονεκ τούτου: “κ, π, π, τ, ά, μ, κ, τ, π, φ,” -
Κόμπος του ήρτε
(1894)Ερμηνεία: Περίφρασις = δυσχέρεια, ψυχική ταραχή, ίσως η φράσις του: “Γόρδιον δεσμού”, “'Αμα τον είδε, κόμπος του ήρτε” -
Μ΄ έβανε στα γαίματα κ΄ μ΄ άφηκε στη μέση
(1893)Εγένετο αίτιος εις το να κάμη εργασίαν τινά η εφαζαν, ξ δεν με εβοήθησε -
Μέ μνιά τουφεκιά δγυό λαγοί
(1893)Ερμηνεία: η περίφρασις αυτή σημαίνει ότι διά μιάς εργασίας δικάς ωφελείας εκαρπώθη τις -
Μεροδούλι μεροφάϊ
(1894)Ερμηνεία: Παροιμία σημαίνουσα οτι ο μισθωτός ουδέποτε ετούτει, διότι αναλόγως του κάκιστου μισθού του δαπάνου -
Να τη ρούστου – ρούστου κ΄έρχεται
(1894)Ερμηνεία: Ρούστου – ρούστου, μόνον μετά του έρχομαι και πηγαίνω λέγεται, σημαίνει δε το ελευθέρως και άνευ συστολής και κομπαστηνώς υπάγειν εις τι μέρος. Από παραμύθι -
Ξεραίνουμαι
(1894)Ερμηνεία: Εκτός της σημασίας του ξηραίνει ή ξηραίνεσθαι, έχει κ' την του πτωχεύειν: ''Εγώ πγια ξεράθηκα'' μεταφορικώς ουδέν μας έμεινε -
Ξεφτίζω
(1893)Ερμηνεία: Επί χαρτοπαικτών κ' των τοιούτων, ων κερδίζουσι τα χρήματ κ' μένουσι χωρίς οδολού “απόψα τον εξεφτίσανε, ως το πουρνό έπαιζε”