Πλοήγηση Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας ανά Λήμμα "δόντι"
Αποτελέσματα 53-72 από 331
-
Δέν είναι γιά τα δόντια σου
(1920) -
Δέν είναι γιά τα δόντια σου
(1920)Δέν είσαι άξιος να απολαύσης αυτό το πράγμα, όπερ είναι ανώτερον αξίας της προσωπικής σου αξίας -
Δέν είναι γιά τα δόντια σου
(1920)Ερμηνεία: Προκειμένου περί φαγητού, όπερ δεν επαρκεί ή δεν θέλει να δώση είς άλλον να φλαγη -
Δέν είναι γιά τα δόντια σου
(1963)Λέγονται γιά κείνους που επιχειρούν πράγματα τα οποία δεν είναι της αρμοδιότητός των -
Δέν εν γιά τα δόdια σσ'
(1917) -
Δέν μπουρώ να ξύσου του δόντι μ'
(1891)Ερμηνεία: οσάκις εκ την ενοχλήσεων των φίλων μας δεν λαμβάνομεν καιρόν ούτε επ' ελαχίστον να απομονωθώμεν -
Δέν τ' φάν' καν τα δόντια
(1939)Σκωπτικώς, επί ηλικιωμένων και εχόντων τρόπν και διαγωγήν νηπίων, ως και επί αγελάστου και αυστηρού χαρακτήρα -
Δέν τον φθάνει να ξύση το δόντι του
(1889) -
Δέν του βάνει δόντι
(1920)Ερμηνεία: δεν του ευρίσκει ελάττωμα. Δεν δύναται να τον περάση. Δηλ το λήμμα δόντι σημαίνει το αποτέλεσμα -
Δέν του βάνει κανένας δόντι
(1920)Η Εκείνου του ανθρώπου δεν του βάνει κανένας δόντι = δυνατός, παλληκαράς -
Δειξί τ' ένα δόντ' αυτνού
(1923)Δηλαδή απείλησέ τον. Η μεταφορά εκ του σκύλου, όστις απειλών επιδεικνύει τους οδόντας